Γέφυρα της Γκούρας.


Η ευκαιρία για να γεφυρωθεί της Γκούρας το χάος δόθηκε, ανέλπιστα, στην Κατοχή. Είχε φουντώσει τότε το αντάρτικο, έλεγχε την περιοχή ο ΕΔΕΣ και, θέλοντας να βοηθήσει, έταξε γεφύρι πέτρινο! “Άμα βρείτε μαστόρους…”, είπε ο ταγματάρχης Ευαγγελίδης στους κατοίκους που τον παρακάλεσαν, “…να ’ρθείτε στο γραφείο, στο Παλιοχώρι, να σας δώσω 25.000 δραχμές και να βάλετε μπρος”. Ανέλαβε να ψάξει ο Μήτσος Λαζοκίτσος.  “Με έστειλε ο πρόεδρος του χωριού. Γιάννη Τασούλα τον λέγανε. Πήρα και κάποιον Γιώτη Κλέαρχο μαζί, για παρέα. Θα πάω στους Χουλιαράδες -είπα του Προέδρου…- αλλού δεν καταλαβαίνω μαστόρους να γυρίζουν τόξα με πέτρα. Πήγαμαν. Μπήκαμαν στο μαγαζί, ρώτησα. Είναι κάποιος Χρήστος Σιόντης -μου ’πανε…- πρωτομάστορας! Δουλεύει γιοφύρια μαζί με τον κουνιάδο του..! Στείλανε και τους φωνάξανε. Ήρθαν οι άνθρωποι. Λέμε ότι εμείς θέλουμε, στη τάδε μεριά, να φκιάσουμε ένα γιοφύρ… -ήξεραν αυτοί το μέρος- να φκιάσουμε ένα γιοφύρ  πέτρινο, με τόξο! Τι θέλετε; Συμφωνήσαμαν. Μπήκαμαν το βράδυ σπίτι τους, κοιμηθήκαμαν, και το  πρωί ξεκινήσαμαν. Μαζί μας ο Χρήστος Σιόντης, κι ένας Κωνσταντινίδης. Μητσαντώνη τον φώναζαν. Ξεκινήσαμαν, με τα πόδια, για τη Κοτομίστα, τη Γκούρα πες…”. “Κάθισαν όλον τον καιρό στο σπίτι το δικό μου. Εδώ μένανε. Πήγαμαν στη Γκούρα. Σ’ αυτό το μέρος, λέμε, θέλουμε να φκιάσετε το γιοφύρ. Πέτρες είναι εδώ, θα τις βγάλετε εσείς, και εμείς, όλη η Κοτομίστα, θα τις κουβαλήσουμε μεντάτια. Είχε.., είπε ο Σιόντης, είχε δυσκολία εκεί στο στεφάνι που θα γένονταν το γιοφύρ. Το νερό έτρωγε βάθος, έτρωγε την πέτρα χρόνια δηλαδής της ζωής, κι είχε μόνο πέτρα, πουθενά χώμα να φκιάσει τα θέμελα. Ήθελε λοιπόν φουρνέλα…  Κάμαν μέρες για να φκιάξουν το γιοφύρ. Ξεκίνησαν τον Αύγουστο για να μας πάρει το καλοκαίρι μπροστά. Βάλαν φουρνέλα, βγάλαν τις πέτρες, τις πελέκησαν, πήγε η Κοτομίστα, τις κουβαλήσαμαν φορτωμένες στο κορμί. Πρώτα - πρώτα βέβαια φτιάξαν οι μαστόροι τα καλούπια, τις σκαλωσιές. Τα ξύλα τα φέραμαν εμείς. Πλατάνια. Τα σκίζαμαν με το πριόνι. Είναι βαθύ εκεί το μέρος, πολύ βαθύ. Έριξαν μεγάλα δέντρα να το ενώσουν  πρώτα και μετά έφκιασαν ότι έφκιασαν.  Απάνου στο καλούπι έχτισαν τα λιθάρια. Πρώτα τα θέμελα, μετά το γύρισμα του τόξου, κι ύστερα το καλντερίμι να περνούν οι άνθρωποι. Τις χτίζαν τις πέτρες με ασβέστη. Δεν ήταν τσιμέντα τότε. Χίλιες τόσες οκάδες ασβέστη σβήσανε… Κάποτε τέλειωσε το γιοφύρ. Στοίχισε, είπαμαν, 25.000 δραχμές, τότε. Κάναμαν όμως και μεις μεντάτια, βοήθημα. Πηγαίναμαν φαγητό όλα τα σπίτια με τη σειρά, πηγαίναμαν εκεί, στο γιοφύρ, και τους ταΐζαμαν. Δούλευαν ήλιο μ’ ήλιο και το βράδυ έρχονταν εδώ, στο σπίτι μου και κοιμόνταν. Δεν κάναμαν γιορτή στο τέλειωμα. Έπρεπε, μα η δεκάρα δεν έβγαινε πουθενά, η φτώχεια μεγάλη. Κάναμαν όμως αγιασμό, στην αρχή, στα θέμελα, με τον παπά-Χριστάκη. Σφάξαμαν ένα κατσίκι, να πέσει το αίμα στις βάσεις, να θεμελιωθεί το γιοφύρ καλά, που λέγανε! Είχαν το έθιμο. Και μετά το φάγαμαν όλοι, οι μαστόροι, οι εργάτες, εμείς. Εκεί, επιτόπου. Καμιά εικοσαριά άτομα ήταν… Έτσι το φκιάκαμαν, έτσι τέλειωσε το γιοφύρ, το 1944, τότε που γεννήθηκε και το παιδί μ’, ο Λευτέρης. Γίναμαν μάλιστα, με το Χρήστο Σιόντη κουμπάροι. Το ’χαμαν κανονίσει όταν ήταν έγκυος η γυναίκα μ’. Όταν έγινε το παιδί, στείλαμαν χαμπέρ να ’ρθει να το βαφτίσει…
Αυτά που λες τότες. Έτσι γένηκε της Γκούρας το γιοφύρ…”








Αφηγητής: Δημήτρης Κ. Λαζοκίτσιος.  (1915-2005)











Πηγή: http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.gr/